- ωρέ
- και ορέ Ν(ως επιφών. και ως κλητ. μόριο) βλ. βρε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὧρε — Ὧρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρε — ὧρος a year masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρε — και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε 1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού παθα») 2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο») β) οικειότητα («βρε… … Dictionary of Greek
ορέ — βλ. ωρέ … Dictionary of Greek
Ὧρ' — Ὧραι , Ὥρα fem nom/voc pl Ὧρε , Ὧρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρ' — ὧραι , ὥρα sura. fem nom/voc pl ὧρε , ὧρος a year masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)